Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στιώδης — ῶδες, Α [στία / στῑον] πετρώδης, σκληρός … Dictionary of Greek
στιῶδες — στιώδης stony masc/fem voc sg στιώδης stony neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)